τελεομηνος

τελεομηνος
    τελεόμηνος
    τελεό-μηνος
    2
    1) содержащий полное число месяцев, т.е. целый, круглый
    

(ἄροτος Soph.)

    2) доношенный
    

(τέκνον Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τελεομηνος" в других словарях:

  • τελεόμηνος — with full complement of months masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεόμηνος — και τελειόμηνος, ον, Α 1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.) 2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες τής κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + μηνoς… …   Dictionary of Greek

  • τελεόμηνα — τελεόμηνος with full complement of months neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • τελειόμηνος — ον, Α βλ. τελεόμηνος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»